- θελητῶς
- θελητόςwished foradverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θελητός — θελητός, ή, όν (AM) [θέλω] επιθυμητός μσν. το ουδ. ως ουσ. τό θελητόν η επιθυμία, το θέλημα. επίρρ... θελητῶς (Α) εκουσίως, θεληματικά … Dictionary of Greek